παραγγέλλει

παραγγέλλει
παραγγέλλω
pass on
pres ind mp 2nd sg
παραγγέλλω
pass on
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • повелѣвати — ПОВЕЛѢВА|ТИ (797), Ю, ѤТЬ гл. 1.Приказывать, повелевать: правовѣрью же поборьникъ Феѡдоръ. не преста˫аше твор˫а ѡбычьны˫а… мч҃тль. понѥ же ни тьрпѣти мога. ˫ако же бѣ дьрзновѣниѥ мѹжа. повелѣваѥть съ тъщааниѥмь ѥго изгнати из вѹзанти˫а и въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • αναπαυτήριος — ια, ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον) [ἀναπαύω] 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αφέτης — ο (Α ἀφέτης) [αφίημι] νεοελλ. ο εντεταλμένος να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την εκκίνηση των δρομέων αρχ. ο αρμόδιος να εκσφενδονίζει στη μάχη πέτρες με ειδική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… …   Dictionary of Greek

  • εωθινός — ή, ό (ΑΜ ἑωθινός, ὸν) [ἕωθεν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εωθινό α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα β) εμβατήριο που… …   Dictionary of Greek

  • καθεξής — (AM καθεξῆς, Α ποιητ. τ. κατά θ ἑξείης, με τμήση) στη συνέχεια, κατόπιν, εφεξής νεοελλ. 1. (σε λαϊκή χρήση) στο μέλλον, στο εξής («καθεξής να μάθεις να φυλάγεσαι») 2. φρ. «και ούτω καθεξής» (σε συντομογραφία: κ.ο.κ.) και τα λοιπά, ομοίως (νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • εντολέας — ο πληθ. είς 1. αυτός που δίνει εντολή σε άλλον, που παραγγέλλει. 2. (νομ.), αυτός που αναθέτει σε άλλον τη διεξαγωγή κάποιας υπόθεσης, ο εντολοδότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”